Γιατί τόσο λίγοι συμμετέχουν στα κέρδη της ανάπτυξης;

Μ. Κουμερτά, Β. Κουφορίζου, Ε. Τσακαλώτος, Χ. Τσίτσικας

 

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε η ετήσια έκθεση της UBS για την πορεία του πλούτου διεθνώς[1] και οι αριθμοί είναι πραγματικά σοκαριστικοί. Το 48,1% του παγκόσμιου πλούτου βρίσκεται στα χέρια μόλις του 1,6% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ το φτωχότερο 41% έχει μόλις το 0,6% του παγκόσμιου πλούτου[2]. Ειλικρινά είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς ποιο από τα δύο είναι πιο συνταρακτικό. Βέβαιο είναι ότι πρέπει όλοι να σκεφτούμε τι σημαίνει αυτό για τη ζωή των ανθρώπων.

Η Ελλάδα δεν απέχει πολύ από αυτή την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της UBS στην Ελλάδα ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων αυξάνεται, και παράλληλα είμαστε στην πρώτη τριάδα (μαζί με την Ολλανδία και τη Αυστρία) στην αύξηση της ανισότητας πλούτου για το 2024 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ταυτόχρονα σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ανισότητα εισοδήματος το 2024 ήταν υψηλότερη από αυτή του 2019.

Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι η όποια ανάπτυξη των τελευταίων ετών συνοδεύτηκε από αύξηση των ανισοτήτων. Ακόμη και στις περιόδους που έχουμε ανάπτυξη αυτό που συμβαίνει είναι ότι δεν έχουν όλοι μερίδιο στα κέρδη της ανάπτυξης. Το αντίθετο μάλιστα, υπάρχει μια μικρή μερίδα που καρπώνεται τη μερίδα του λέοντος, εντείνοντας διαρκώς το πρόβλημα των ανισοτήτων. Τα παραπάνω στοιχεία τόσο για τις ανισότητες του πλούτου όσο και για τις ανισότητες στα εισοδήματα δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Είναι αποτέλεσμα θεσμών και εφαρμοζόμενων πολιτικών που επιτρέπουν τα κέρδη της ανάπτυξης να συσσωρεύονται στα χέρια μιας σχετικά μικρής ελίτ.

Τα τελευταία χρόνια έχει κυριαρχήσει σχεδόν αδιαμφισβήτητα – με εξαίρεση ίσως την περίοδο μετά την κρίση του 2009 – η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία σύμφωνα με την οποία υπάρχουν τρεις πηγές ανάπτυξης.

Η πρώτη είναι η ιδιωτικοποίηση κάθε δημόσιας δομής, και η απορρύθμιση σε κάθε οικονομική δραστηριότητα (στην αγορά προϊόντων, στην αγορά εργασίας, στην ενέργεια κλπ.). Στόχος είναι ο ελεύθερος, ανόθευτος, ανταγωνισμός αφού μόνο η αγορά, απελευθερωμένη από την κρατική ρύθμιση και παρέμβαση, μπορεί να απελευθερώσει την υποτίθεται εν γένει δυναμικότητα της επιχειρηματικότητας. Το κράτος – είτε αναπτυξιακό, είτε κοινωνικό – δημιουργεί μόνο στρεβλώσεις και είναι βραχνάς στην ιδιωτική οικονομία.

Η δεύτερη πηγάζει από την παρατήρηση ότι πουθενά και ποτέ δεν είχαμε τον καθαρό ανταγωνισμό που προωθούν οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού. Στην πράξη ο φιλελευθερισμός των νεοφιλελεύθερων είναι εντελώς συμβατός με φαινόμενα όπως το regulatory capture (κανονιστική άλωση[3]), με καρτέλ, με αμέτρητες μεθόδους φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής καθώς και με φαινόμενα ξεκάθαρης διαφθοράς. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα τελευταία χρόνια έχει ενισχυθεί αυτό που ονομάζεται πολιτικός καπιταλισμός[4], όπου μεγάλα κόμματα στηρίζουν τη βάση τους όχι από τα κέρδη της ανάπτυξης, αλλά αντλώντας πόρους από το ίδιο το κράτος. Παράλληλα έχουμε μια χρηματιστικοποίηση σε πολλούς τομείς όπου, για παράδειγμα, equity funds (ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια) αντί να δημιουργούν νέες αξία απλώς απομυζούν υπάρχουσα αξία – το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι επενδύσεις σε υπάρχοντα ακίνητα.

Η τρίτη πηγή είναι το λεγόμενο trickle-down economics. H πεποίθηση δηλαδή ότι αν ελαφρύνουμε τα βάρη στους πλούσιους, αυτοί θα αυξήσουν της επενδύσεις που κάνουν, θα τονωθεί η ανάπτυξη και εντέλει θα ενισχυθεί το εισόδημα των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων.

Τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά και για τις τρεις πηγές αναπτυξης. Οι επενδύσεις παγκοσμίως είναι κατώτερες των προσδοκιών και των αναγκών. Η ανάπτυξη, αν και υπήρχαν περίοδοι με καλύτερα αποτελέσματα και περίοδοι με χειρότερα, είναι κατά μέσο όρο χειρότερη από την προ-νεοφιλελευθερισμού περίοδο. Η απορρύθμιση και η συρρίκνωση κοινωνικού κράτους χτύπησε τους πιο ευάλωτους και αύξησε τις ανισότητες.

Ίσως η πιο ισχυρή διάψευση έχει να κάνει με τις υποτίθεται θετικές επιπτώσεις των trickle-down economics. Για παράδειγμα στο άρθρο τους οι Hope and Limberg[5], χρησιμοποιώντας ένα δείγμα 18 κρατών του ΟΟΣΑ για την περίοδο 1965 – 2015, εντόπισαν 30 μεγάλες μειώσεις φόρων στους πλούσιους και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ενώ αυτές οι μειώσεις οδήγησαν σε αύξηση του εισοδήματος του πλουσιότερου 1% (εντείνοντας τις ανισότητες δηλαδή) δεν είχαν κάποια στατιστικά σημαντική επίδραση σε δείκτες όπως ο ρυθμός ανάπτυξης ή η ανεργία. Ένα αποτέλεσμα που καταρρίπτει πλήρως το αφήγημα των trickle-down economics και συμβάλει στα αποτελέσματα της UBS.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση στα παραπάνω. Για παράδειγμα πρωταγωνιστεί στο σκέλος των ιδιωτικοποιήσεων, μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει από τη πρωταθλήτρια σοσιαλιστική κυβέρνηση του Κ. Σημίτη και τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει στην μείωση συμμετοχής στη ΔΕΗ, στη μείωση συμμετοχής στα διυλιστήρια, την παραχώρηση λιμανιών και αυτοκινητοδρόμων, στην μείωση συμμετοχών στο τραπεζικό σύστημα, στην πώληση συμμετοχών στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Ταυτόχρονα έχουμε συστηματική άρνηση της κυβέρνησης να ελέγξει τις αγορές και ιδιαίτερα τα καρτέλ. Ενώ από την άλλη πλευρά έχουμε και απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, αλλά και συμπίεσης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και τα δύο με στόχο τη μείωση των αμοιβών της εργασίας – μία πολιτική που έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στη μείωση του μεριδίου της εργασίας και την αύξηση του μεριδίου των κερδών στο ΑΕΠ.

Και προφανώς η αύξηση του πλούτου του πλουσιότερου 1/3 του πληθυσμού ενισχύθηκε από τον τρόπο που η Νέα Δημοκρατία διένειμε τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, την απροθυμία να ρυθμίσει τη στεγαστική αγορά (όπου έχει αυξηθεί κατακόρυφα κερδοσκοπία των equity funds) – πόσο μάλλον να επενδύσει στην αναγκαία κοινωνική στέγαση που τόσο λείπει στη χώρα μας αφού αποτελούμε ευρωπαϊκή εξαίρεση -, και σε πρακτικές που συνεχώς αναδεικνύονται όπου το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτελεί απλώς το πιο πρόσφατο παράδειγμα.

Συγχρόνως, παρόλες τις ενδείξεις περί του αντιθέτου, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει με τη στρατηγική του trickle-down economics. Έτσι, τα τελευταία 6 χρόνια, είδαμε στην Ελλάδα παρεμβάσεις για τη μείωση των συντελεστών φορολογίας των μεγάλων εισοδημάτων, για τη μείωση της φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων και των μερισμάτων, για τη μείωση του ΕΝΦΙΑ στις μεγάλες περιουσίες (π.χ. 10% για ακίνητη περιουσία πάνω από 1 εκ. ευρώ), για την αύξηση του αφορολόγητου στις γονικές παροχές σε επίπεδα όπου αν δύο γονείς έχουν δύο παιδιά μπορούν να τους μεταβιβάσουν αφορολόγητα περιουσιακά στοιχεία αξίας μέχρι 3,2 εκ. ευρώ.

Και παρόλο που τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα πηγαίνει καλύτερα σε όρους ανάπτυξης από τις άλλες χώρες οι ανισότητες επιδεινώνονται. Τα συμπεράσματα από όλα τα παραπάνω είναι δύο. Χωρίς διαφορετική στρατηγική για την ανάπτυξη και το ρόλο του κόσμου της εργασίας δεν πρόκειται οι αριθμοί της UBS να βελτιωθούν τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, χωρίς μείωση των τεράστιων ανισοτήτων που έχουν δημιουργηθεί στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού δεν πρόκειται ούτε να λύσουμε τα κοινωνικά προβλήματα που συνδέονται άμεσα με αυτές, ούτε να δημιουργήσουμε τις κοινωνικές συμμαχίες που θα επιτρέψουν την αντιμετώπιση του κυρίαρχου προβλήματος της εποχής μας, δηλαδή την κλιματική κρίση.

 

 

[1] UBS Global Wealth Report (2025)

[2] Οι αριθμοί αυτοί συμβαδίζουν με τα στοιχεία του World Inequality Lab όπου το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει το 42% του συνολικού παγκόσμιου πλούτου και το φτωχότερο 50% έχει το 0,9% του πλούτου.

[3] Πρόκειται για την κατάσταση κατά την οποία ρυθμιστικοί φορείς, αντί να εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, ελέγχονται από τα συμφέροντα των κλάδων που υποτίθεται ότι ρυθμίζουν.

[4] L. Seaton (2023), «Reflections on “Political Capitalism”», New Left Review, 142, Ιούλ.-Αύγ..

[5] Hope, D., & Limberg, J. (2022). The economic consequences of major tax cuts for the rich. Socio-Economic Review, 20(2), 539-559.

Μοιράσου το:

Σχετικές αναρτήσεις

Ευκλείδης
Τσακαλώτος

© Ευκλείδης Τσακαλώτος. 2025 All Rights Reserved