Σε μια πρόσφατη βιβλιοκριτική για το έργο του Κρίστοφερ Κλαρκ σχετικά με τις ρίζες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Οι Υπνοβάτες: Πώς η Ευρώπη πήγε στον πόλεμο το 1914), ο Πέρυ Άντερσον ασχολείται με το ζήτημα της ιστορικής αναγκαιότητας έναντι της ελευθερίας της υπαρξιακής συγκυρίας[1]. Επισημαίνει ότι η προσέγγιση του Κλαρκ επικεντρώνεται στο πώς ξεκίνησε ο πόλεμος, και σε αυτή την προσπάθεια ο ιστορικός παρέχει μια εξαιρετική καταγραφή της σκέψης, των αποφάσεων και των ενεργειών όλων των βασικών συμμετεχόντων που οδήγησαν στον πόλεμο. Η εμβέλεια και η λεπτομέρεια της ανάλυσής του είναι πραγματικά εντυπωσιακές. Από την άλλη, θα πρέπει πάντα να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε κάθε υπερβολικό έπαινο του Anderson, γιατί έχουμε μάθει πια ότι συχνά ακολουθεί αυστηρή κριτική.
Η κριτική του Άντερσον είναι ότι η εστίαση στο «πώς» φτάσαμε στον πόλεμο γίνεται εις βάρος του «γιατί», δηλαδή των πραγματικών αιτιών του πολέμου. Ιδιαίτερα, υποστηρίζει ότι ο Κλαρκ έχει υποπέσει στη «ψευδαίσθηση της αμεσότητας». Οι αποφάσεις μπορεί να φαίνονται συγκυριακές, αλλά εξακολουθούν να επηρεάζονται από το γενικότερο περιβάλλον, το οποίο βρίσκεται πέρα από τον έλεγχο (ακόμη και τη συνείδηση) των εμπλεκομένων. Η ισορροπία μεταξύ συγκυρίας και αναγκαιότητας παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα που εξαρτάται από το εκάστοτε ιστορικό γεγονός. Αλλά για τον Άντερσον, το έργο του Κλαρκ υπερτονίζει το ρόλο της συγκυρίας. Και σε αυτό το πλαίσιο θέτει ορισμένα καίρια ερωτήματα: θα μπορούσε η κοινωνική τάξη πραγμάτων της Ευρώπης να είχε αποβάλει τις ελίτ της, τις συνήθειες και τις αντιλήψεις τους; Οι Μεγάλες Δυνάμεις να είχαν αποκηρύξει τους ιμπεριαλιστικούς τους στόχους; Οι διπλωμάτες να είχαν αποκηρύξει τις στρατιωτικές συμμαχίες; Η οικονομική ανάπτυξη να είχε γίνει πιο ισόρροπη; Οι υπερπόντιες κτήσεις να είχαν κατανεμηθεί πιο δίκαια;
Αυτά είναι καίρια ερωτήματα όσον αφορά τις ρίζες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Συνεπάγεται αυτό, συνεχίζει ο Anderson, ότι ο πόλεμος δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί; Η απάντησή του είναι ότι ένας πόλεμος ήταν αργά ή γρήγορα πιθανός για τρεις λόγους: την αποτυχία διαφόρων ειρηνευτικών πρωτοβουλιών (οι Διασκέψεις Ειρήνης της Χάγης του 1899 και του 1907), την πεποίθηση πολλών πολιτικών (και, θα προσέθετα, των επιτελείων του στρατού) ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, και, τέλος, τον αυξανόμενο ρυθμό και την αλληλουχία εμφάνισης διεθνών κρίσεων.
Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι το πόσο αυτά τα επιχειρήματα μοιάζουν στενά με τη σημερινή συγκυρία. Τα τελευταία χρόνια, έχουμε γίνει μάρτυρες όχι μόνο αμέτρητων οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων, αλλά και ενός αυξανόμενου αριθμού ένοπλων συγκρούσεων. Διάφορες προσπάθειες αντιμετώπισης αυτών, ιδίως όσον αφορά την Ουκρανία και την Παλαιστίνη, αλλά και σε πολλές άλλες συγκρούσεις παγκοσμίως απέτυχαν να φέρουν ειρηνικά και αποδεκτά αποτελέσματα, παρά τους πρόσφατους ισχυρισμούς του Τραμπ στον ΟΗΕ ότι τερμάτισε επτά πολέμους. Στην Ευρώπη έχουμε δει τη στρατηγική του ReArm Europe και έναν αυξανόμενο αριθμό πολιτικών ηγετών, όπως και στρατηγικών αναλυτών, να εξετάζουν σοβαρά την πιθανότητα ενός ευρύτερου πολέμου.
Τι θα επικρατήσει αυτή τη φορά, η συγκυρία ή η αναγκαιότητα; Ένας από τους παράγοντες ανησυχίας είναι η έλλειψη παγκόσμιου ηγεμόνα. Σύμφωνα με αναλυτές όπως οι Giovanni Arrighi, Richard Beck και John Mearsheimer, η ύπαρξη ενός ηγεμόνα στηρίζεται σε κάποιο βαθμό στην ικανότητά του να πείθει ότι η ισχύς που συνδέεται με το αφήγημά του υπηρετεί, κατά κάποιο τρόπο, το κοινό καλό, ότι διαθέτει έναν ηθικό πυρήνα. Αυτό το αφήγημα προφανώς δεν θα είναι καθολικά αποδεκτό αλλά για να είναι βιώσιμο θα πρέπει να θεωρείται αξιόπιστο από αρκετούς. Οι ΗΠΑ, πιθανόν από τον πόλεμο στο Ιράκ και μετά (οι γνώμες μπορεί να διαφέρουν για το πότε ξεκίνησε αυτή η διαδικασία), έχασαν το στάτους του ηγεμόνα. Στη Μέση Ανατολή, για παράδειγμα, ο Mearsheimer υποστηρίζει ότι η στρατηγική των ΗΠΑ, σε συνεργασία με το Ισραήλ, φαίνεται να είναι από τη μία να διατηρούν οικονομικά εξαρτημένα κάποια κράτη όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, και από την άλλη να εξασφαλίζουν ότι άλλα κράτη όπως η Συρία, ο Λίβανος και η Λιβύη δεν μπορούν να λειτουργήσουν καν ως τέτοια. Αν αγνοήσουμε τους Ευρωπαίους ηγέτες, που φαίνεται να αποδέχονται λίγο-πολύ οτιδήποτε από τις ΗΠΑ – ακόμα και τη διάλυση του κοινωνικού κράτους υπέρ της «ασφάλειας» – η υπόλοιπη υφήλιος είναι πεπεισμένη ότι η ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών βασίζεται σε καθαρή καταναγκαστική επιβολή και όχι σε κάποιο ευρύτερο ηγεμονικό αφήγημα.
Οι ρίζες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναπτύχθηκαν σε μια εποχή όπου ο ρόλος της Βρετανίας ως ηγεμόνα αμφισβητούνταν και πριν από την καθιέρωση του ρόλου των ΗΠΑ μετά το 1945 στη μεταπολεμική οικονομική και πολιτική τάξη πραγμάτων. Είναι μάλλον απίθανο κάποιος από την Αριστερά να υποστηρίξει ότι η ύπαρξη ηγεμόνα αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την παγκόσμια ειρήνη. Αλλά χωρίς την ύπαρξη εναλλακτικών ισχυρών διεθνών θεσμών για ζητήματα διεθνούς ασφάλειας, αλλά και οικονομικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής ευημερίας, η απουσία ενός ηγεμόνα αποτελεί λόγο ανησυχίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι νέοι πόλεμοι δεν είναι αναγκαίοι, αλλά γίνονται ολοένα και πιο πιθανοί.
Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο, δεδομένου ότι – όπως έχω υποστηρίξει τα τελευταία χρόνια – υπάρχει έλλειμμα ηγεμονίας σε σχέση με τα κατάλληλα κοινωνικά και οικονομικά μοντέλα. Πιο συγκεκριμένα, από την άκρα δεξιά έως την κεντροαριστερά δεν φαίνεται να υπάρχει ένα μοντέλο που να συνδυάζει το υφιστάμενο καθεστώς οικονομικής και πολιτικής ισχύος με την αντιμετώπιση κρίσιμων θεμάτων όπως οι ανισότητες και η κλιματική κρίση. Η πολιτική αστάθεια που οδήγησε από τον Μπάιντεν στον Τραμπ, και τώρα από τον Στάρμερ στον Φάρατζ, ή η αποτυχία του Μακρόν να δημιουργήσει μια σταθερή κυβέρνηση, αποδεικνύουν ότι απέχουμε πολύ από τον τύπο της κοινωνίας των δύο τρίτων που μας είχαν υποσχεθεί σε παλαιότερες εποχές. Είναι ενδεικτικό ότι όχι μόνο η πιο «φιλική προς τις επιχειρήσεις» προσέγγιση του Μακρόν απέτυχε να φέρει ανάπτυξη, αλλά και ότι ο ίδιος δεν ήταν πρόθυμος να δεχθεί έναν συμβιβασμό που θα προέβλεπε την επιβολή φόρου 2% σε 1.800 άτομα με πλούτο άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ. Βαθύτερα, αυτό που αποκαλύπτεται είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει δεχθεί ένα σχεδόν θανατηφόρο ιδεολογικό πλήγμα, καθώς τα κέρδη δεν οδηγούν πλέον σε αυξημένες επενδύσεις, και η όποια αύξηση στην παραγωγικότητα υπάρχει δεν οδηγεί σε ουσιαστική αύξηση των πραγματικών μισθών.
Ούτε το ReArm Europe θα αλλάξει αυτές τις σχέσεις. Εν μέρει, επειδή αυτό θα γίνει σε βάρος των δαπανών για κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες. Και εν μέρει επειδή οι στρατιωτικές δαπάνες θα έχουν ελάχιστη διάχυση σε τομείς όπως η πράσινη τεχνολογία και η οικονομία της φροντίδας, που είναι κρίσιμες για τις ζωές των απλών Ευρωπαίων αλλά παρουσιάζουν χαμηλή κερδοφορία και μικρό ενδιαφέρον για τον ιδιωτικό τομέα. Η στρατηγική του Τραμπ και άλλων της άκρας δεξιάς είναι απίθανο να αποδώσει περισσότερο. Δεν νομίζω ότι οι δασμοί, από μόνοι τους, μπορούν να επαναβιομηχανοποιήσουν την αμερικανική οικονομία· το πιθανότερο είναι ότι θα αυξήσουν μόνο οριακά το ποσοστό των εργαζομένων σε πλήρους απασχόλησης βιομηχανικές θέσεις. Ούτε τα έσοδα από δασμούς θα επαρκούν για να αποζημιώσουν την εκλογική του βάση – μάλιστα, οι περικοπές στις δαπάνες υγείας κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η άνοδος του αυταρχισμού, που βεβαίως δεν είναι μονοπώλιο του Τραμπ, αποτελεί εν μέρει απάντηση στην έλλειψη προόδου στο κοινωνικό μέτωπο. Αλλά το αν μακροπρόθεσμα αυτό οδηγεί σε μια σταθερή – αν και αυταρχική – διευθέτηση παραμένει αμφίβολο.
Για την Αριστερά, όπως έχω υποστηρίξει και στο πρόσφατο βιβλίο μου[2], παραμένει ένα παράθυρο ευκαιρίας ακριβώς επειδή οι πολιτικοί της αντίπαλοι δεν έχουν απάντηση στο γιατί οι κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων συνεχίζουν να αποτυγχάνουν. Η κλιματική κρίση ανοίγει τη δυνατότητα για μια αριστερή απάντηση στα ζητήματα της παραγωγής/κατανάλωσης, της αναδιανομής και της δημοκρατίας. Υπάρχει όμως μια επιφύλαξη: οι πολιτικές και στα τρία αυτά μέτωπα πρέπει να παρουσιαστούν με σαφήνεια και συνοχή. Αλλά δεδομένου ότι πολλά από τα προβλήματα που κάθε εναλλακτική επιδιώκει να αντιμετωπίσει – ανισότητα, οικολογική υποβάθμιση, ανεπαρκείς δημόσιες υπηρεσίες κ.ά. – πηγάζουν από την τεράστια μεταστροφή ισχύος τις τελευταίες δεκαετίες από τους εργαζόμενους προς το κεφάλαιο, από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, στην κυριαρχία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, στις εταιρείες ορυκτών καυσίμων και τώρα στις εταιρείες Big Tech, φαίνεται απίθανο ότι ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης των υποκείμενων προβλημάτων θα είναι βιώσιμο χωρίς μια αντίστροφη και παρόμοιου μεγέθους, μεταστροφή ισχύος.
[1] Pathbreakers High and Low’, New Left Review, 146, Mar-April 2024
[2] «Μανιφέστο για μια βιώσιμη κοινωνία», εκδόσεις Πόλις
Δημοσιεύθηκε στο TVXS στις 8/10/2025