Κ. Saito Ο Μαρξ στο ανθρωπόκαινο: Προς την ιδέα ένα κομμουνισμό της αποανάπτυξης, Εκδόσεις Πλέθρον (2024)
Το βιβλίο του Σάιτο προσφέρει μια εκ νέου ανάγνωση της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ και επιχειρεί να ανακατασκευάσει τον μαρξισμό για τον 20ο αιώνα. Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας θεωρεί ένα τέτοιο έργο είναι προκειμένου η Αριστερά να παράσχει μια συνεκτική απάντηση στην κλιματική κρίση. Συγκεκριμένα, υπερασπίζεται την αποανάπτυξη μέσα από τη μαρξιστική οπτική. Είναι ένα σημαντικό έργο σε πολλά επίπεδα, και, με τα λόγια που οι εκδότες αρέσκονται να βάζουν στο οπισθόφυλλο των βιβλίων τους, «ένα απαραίτητο ανάγνωσμα» – ειδικά για εκείνους σαν εμένα που θεωρούν ότι η συνάντηση των αριστερών και των πρασίνων είναι η μόνη ελπίδα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και των κοινωνικών αδικιών κάθε είδους.
Στο κέντρο του βιβλίου βρίσκεται το ερώτημα: γιατί ο Μαρξ δεν κατάφερε ποτέ να τελειώσει το δεύτερο και τρίτο τόμο του Κεφαλαίου; Απορρίπτει την εξήγηση που έχει δοθεί ότι, λόγω γήρατος ή κακής υγείας, ο Μαρξ είχε εξαντληθεί. Αντίθετα, υποστηρίζει ο Σάιτο, μετά το 1860 ο Μαρξ ασχολήθηκε με μια σοβαρή επανεξέταση ολόκληρου του έργου του. Και αυτή η επανεξέταση απαιτούσε την ανάγνωση πολύ νέου υλικού. Έχουμε μεγαλύτερη πρόσβαση στις αναγνώσεις του Μαρξ, συμπεριλαμβανομένων των σημειώσεών του σχετικά με αυτή την ανάγνωση, λόγω της δουλειάς που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του έργου MEGA – ενός ηράκλειου έργου συγκέντρωσης των άπαντων του Μαρξ και του Ένγκελς – στο οποίο ο Σάιτο συμμετείχε ενεργά.
Ένα μεγάλο μέρος αυτού του υλικού ήταν σχετικό με τις ραγδαίες εξελίξεις στις φυσικές επιστήμες. Ειδικότερα, ο Μαρξ μελέτησε πολύ γεωλογία, χημεία και γεωπονία. Ήταν εστιασμένη μελέτη, γιατί αυτό που ενδιέφερε τον Μαρξ ήταν οι επιπτώσεις του καπιταλισμού στο φυσικό περιβάλλον. Δεν ήταν ακριβώς μια νέα ανησυχία, καθώς η κατανόηση ότι πέρα από την εργασία, οι φυσικοί πόροι ήταν επίσης μια πηγή πλούτου, και η βασική έννοια ενός μεταβολικού ρήγματος, ήταν ήδη στο Κεφάλαιο. Αλλά ο Μαρξ ένιωθε όλο και περισσότερο ότι είχε υποτιμήσει τις επιπτώσεις του καπιταλισμού στο φυσικό περιβάλλον και, συνεπώς, τη σοβαρότητα του μεταβολικού ρήγματος.
Αυτό δεν ήταν μικρή επανεξέταση. Από τη μια πλευρά, ο Μαρξ προσέγγιζε την ιδέα ότι υπήρχαν φυσικά όρια στο πόσο θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι φυσικοί πόροι του πλανήτη – όχι μόνο λόγω της περατότητας αυτών, αλλά και εξαιτίας της υποβάθμισης της γης από την εντατική, και όλο και πιο καπιταλιστική, γεωργία. Από την άλλη, η ανάλυσή του για την αδυσώπητη δίψα του κεφαλαίου για κέρδη και η ώθηση (drive) για συσσώρευση ήταν μια ανάλυση που εξακολουθούσε να ισχύει. Όπως εξηγεί ο Σάιτο, αυτό συνεπάγεται ότι ορισμένα όρια είναι ανθρωπογενή και παίρνουν μια συγκεκριμένη μορφή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Πιο συγκεκριμένα, η ώθηση προς την καπιταλιστική συσσώρευση συνεπάγεται επίσης τη δημιουργία επιθυμιών, μιας καταναλωτικής κουλτούρας όπου οι άνθρωποι αναζητούν την αυτοπραγμάτωση μέσω της απόκτησης όλο και περισσότερων αγαθών. Με αυτή την έννοια, η σπανιότητα είναι και ένα δημιούργημα του καπιταλισμού. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν φυσικά όρια.
Βάλτε αυτά τα δύο μαζί και έχετε μια αντίφαση στον καπιταλισμό. Όπως υποστήριξε ο G A Cohen, η αύξηση της παραγωγικότητας στον καπιταλισμό μπορεί να μετατραπεί σε αύξηση της παραγωγής αγαθών για κατανάλωση ή, εναλλακτικά, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για αυξημένο ελεύθερο χρόνο. Από τη σκοπιά των καπιταλιστών, το πρώτο είναι πάντα επιθυμητό, επειδή τα κέρδη, στο σύνολό τους, προέρχονται από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Από τη σκοπιά του πλανήτη, ο περισσότερος ελεύθερος χρόνος φαίνεται να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιστροφή της κλιματικής αλλαγής περιορίζοντας τη ζήτηση για διαθέσιμους πόρους. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια αντίφαση. Για τον Σάιτο, ο Μαρξ κινούνταν προς μια κριτική του παραγωγισμού, την ιδέα ότι μια ατέρμονη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων ήταν απαραίτητη για την πρόοδο.
Στον εικοστό αιώνα, ο παραγωγισμός ήταν ένας κυρίαρχος τρόπος σκέψης μέσα στην Αριστερά, είτε ως βάση για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό (ορθόδοξος μαρξισμός) είτε ως τρόπος διασφάλισης της αναδιανομής του εισοδήματος εντός του καπιταλισμού (παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία). Ο Σάιτο ασκεί κριτική τόσο στον ορθόδοξο μαρξισμό όσο και σε αυτό που αποκαλεί, κάπως ιδιοσυγκρασιακά κατά τη γνώμη μου, δυτικό μαρξισμό. Για τον τελευταίο, η απόρριψη των τελεολογικών ή ντετερμινιστικών πτυχών του ορθόδοξου μαρξισμού και η επιστροφή στον νεότερο Μαρξ, με την έμφαση στον ανθρωπισμό και την ανθρώπινη δράση (agency), φαινόταν συχνά να συνοδεύεται από την εγκατάλειψη του πεδίου της πολιτικής οικονομίας. Αυτή η στάση αποδυνάμωσε τόσο την κριτική του σύγχρονου καπιταλισμού όσο και την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε σοβαρά για ένα εφικτό μέλλον.
Ο Σάιτο εξαιρεί από αυτή την κριτική τον Γκιόργκι Λούκατς, ο οποίος πάλεψε να συμβιβαστεί με τα φυσικά και ανθρωπογενή όρια της αέναης αύξησης των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Λούκατς, κάπως με τον τρόπο του Γκράμσι, ήταν αναγκασμένος να γράψει σε κάποιο βαθμό με αυτολογοκρισία, δεδομένου του κινδύνου κριτικής από πιο ορθόδοξους μαρξιστές θεωρητικούς. Κατηγορήθηκε ότι δεν ήταν μονιστής, δηλαδή ότι δεν ήταν αρκετά υλιστής και ότι υιοθετούσε μορφές δυϊσμού. Ο Σάιτο, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει ότι ήταν ένας οντολογικός μονιστής – οι άνθρωποι είναι μέρος της φύσης, όχι διακριτοί από αυτήν, – αλλά και ένας μεθοδολογικός δυϊστής. Ενώ οι άνθρωποι είναι σαφώς μέρος της φύσης, αναπτύσσουν κοινωνίες που έχουν ορισμένες – αναδυόμενες – ιδιότητες, που δεν μπορούν να αναχθούν στις φυσικές ιδιότητες των ανθρώπων. Και για τον Σάιτο, αυτός ο μεθοδολογικός δυϊσμός είναι απαραίτητος αν θέλουμε να κατανοήσουμε το μεταβολικό ρήγμα, που προκύπτει όταν ξεπερνιούνται τόσο τα φυσικά όσο και τα ανθρωπογενή όρια από τις συνεχώς αυξανόμενες παραγωγικές δυνάμεις.
Αν ένα σύνολο αναγνωσμάτων του Μαρξ μετά το 1860 οδηγούσε σε μια κριτική του παραγωγισμού, ένα άλλο ήταν για να απορρίψει τον ευρωκεντρισμό. Ο Μαρξ ξεκίνησε μια σοβαρή μελέτη των προκαπιταλιστικών κοινωνιών. Αυτό περιελάμβανε την περίπτωση των ρωσικών αγροτικών κομμούνων, εν μέρει ως απάντηση στα ερωτήματα των Ρώσων αριστερών σχετικά με το εάν η Ρωσία έπρεπε να περάσει από μια καπιταλιστική φάση πριν ξεκινήσει τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Η αλληλογραφία στις αρχές της δεκαετίας του 1880 μεταξύ της Βέρα Ζασούλιτς και του Μαρξ είναι γνωστή, αλλά τώρα έχουμε πρόσβαση στα προηγούμενα προσχέδια της επιστολής του Μαρξ, λόγω του προγράμματος MEGA, τα οποία παρέχουν ισχυρότερες αποδείξεις ότι ο Μαρξ εξέταζε «το νέο στο παλιό».
Η πιθανότητα εύρεσης του νέου στο παλιό ήταν επίσης στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Μαρξ για τις αρχαίες τευτονικές φυλές. Η μελέτη συγγραφέων όπως ο Maurer και ο Fraas (η «σοσιαλιστική τάση» σύμφωνα με τον Μαρξ) μαρτυρά το ενδιαφέρον του για τη συνεταιριστική παραγωγή και την κοινοτική ιδιοκτησία. Τέτοιες ρυθμίσεις προέβλεπαν μια πολύ πιο ισορροπημένη σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης και έδειχναν τη μέριμνα για τη φροντίδα του φυσικού περιβάλλοντος έτσι ώστε να παραδοθεί ανέπαφο στην επόμενη γενιά. Αντί να είναι μεγιστοποιητές, αυτοί οι παραγωγοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ικανοποιητές, δηλαδή να παράγουν όχι λιγότερο αλλά ούτε και περισσότερο από ό,τι χρειαζόταν η κοινότητα. Εδώ έχουμε μια διαφορετική αντίληψη για το τι συνιστά αφθονία και κοινωνικό/κοινοτικό πλούτο. Ακόμα πιο σημαντικό, οι πτυχές της ισότητας και της βιωσιμότητας δρούσαν προς την ίδια κατεύθυνση – ένα win-win για τους υποστηρικτές του σοσιαλισμού!
Ο Σάιτο απορρίπτει την ιδέα ότι ο Μαρξ επιδιδόταν στα γηρατειά του σε μια μορφή ρομαντισμού. Αντίθετα, ο Μαρξ, συμβιβαζόμενος τόσο με τον παραγωγισμό όσο και με τον ευρωκεντρισμό, εργαζόταν για την ανασυγκρότηση του ιστορικού υλισμού. Σε αυτή τη νέα προσέγγιση η αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων δεν ήταν ούτε δυνατή ούτε επιθυμητή. Αυτό είναι που σύμφωνα με τον Σάιτο ανοίγει το δρόμο σε έναν μαρξισμό που μπορεί να ασχοληθεί με την κλιματική κρίση. Η άποψη του Σάιτο για την αποανάπτυξη που πηγάζει από τη νέα ερμηνεία του για τον Μαρξ θα αποτελέσει το αντικείμενο του δεύτερου μέρους αυτής της ανασκόπησης.